ροών — ὁ, Α κήπος με ροδιές, ροδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
ῥοῶν — ῥόα pomegranate tree fem gen pl ῥοή river fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοῶνα — ῥοών pomegranate orchard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοῶνος — ῥοών pomegranate orchard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… … Dictionary of Greek
ἀρόων — ἀράζω snarl fut part act masc voc sg (epic) ἀράζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) ἀράζω snarl fut part act masc nom sg (epic) ἀ̱ρόων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱ρόων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek